- ιστορικοσυγκριτικός
- -η, -ό αυτός που αναφέρεται στον κλάδο τής γλωσσολογίας ο οποίος εξετάζει ιστορικά και συγκρίνει μεταξύ τους γλώσσες που ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια, επιχειρώντας την επανασύνθεση τής αμάρτυρης πρωτογλώσσας από την οποία αυτές κατάγονται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορικός + συγκριτικός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. historisch - vergleichend). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι].
Dictionary of Greek. 2013.